Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
μιμολόγος
View word page
μίμημα
μίμημα μί_μημα, ατος, τό, from μιμέομαι anything imitated, a counterfeit, copy, Eur., Plat.
ShortDef
anything imitated, a counterfeit, copy
Debugging
Headword:
μίμημα
Headword (normalized):
μίμημα
Headword (normalized/stripped):
μιμημα
IDX:
21268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21289
Key:
mi/mhma
Data
{'content': 'μίμημα\n μί_μημα, ατος, τό,\n from μιμέομαι\n anything imitated, a counterfeit, copy, Eur., Plat.', 'key': 'mi/mhma'}