Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μίλιον
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
μιμνήσκω
μίμνω
μιμολογέομαι
View word page
μιμηλός
μιμηλός μῑμηλός, ή, όν imitative, c. gen., Luc., Anth. pass. imitated, copied, Plut. from μιμέομαι

ShortDef

imitative

Debugging

Headword:
μιμηλός
Headword (normalized):
μιμηλός
Headword (normalized/stripped):
μιμηλος
IDX:
21267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21288
Key:
mimhlo/s

Data

{'content': 'μιμηλός\n μῑμηλός, ή, όν\n imitative, c. gen., Luc., Anth.\n pass. imitated, copied, Plut.\n from μιμέομαι', 'key': 'mimhlo/s'}