Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μίλητος
μιλιάριον
μιλιασμός
μίλιον
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμνάζω
View word page
μιλτόω
μιλτόω μιλτόω, fut. -ώσω μίλτος to paint red:—Pass. to paint oneself red or be painted red, Hdt.; σχοινίον μεμιλτωμένον the rope covered with red chalk with which they swept loiterers out of the Agora to the Pnyx, Ar.

ShortDef

to paint red

Debugging

Headword:
μιλτόω
Headword (normalized):
μιλτόω
Headword (normalized/stripped):
μιλτοω
IDX:
21264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21285
Key:
milto/w

Data

{'content': 'μιλτόω\n μιλτόω,\n fut. -ώσω\n μίλτος\n to paint red:—Pass. to paint oneself red or be painted red, Hdt.; σχοινίον μεμιλτωμένον the rope covered with red chalk with which they swept loiterers out of the Agora to the Pnyx, Ar.', 'key': 'milto/w'}