Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μικτός
μῖλαξ
Μιλήσιος
Μίλητος
μιλιάριον
μιλιασμός
μίλιον
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
View word page
μιλτοπάρηος
μιλτοπάρηος μιλτο-πάρηος, ον πᾰρεια red-cheeked, of ships which had their bows painted red, Hom.
ShortDef
red-cheeked
Debugging
Headword:
μιλτοπάρηος
Headword (normalized):
μιλτοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
μιλτοπαρηος
IDX:
21261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21282
Key:
miltopa/rh|os
Data
{'content': 'μιλτοπάρηος\n μιλτο-πάρηος, ον\n πᾰρεια\n red-cheeked, of ships which had their bows painted red, Hom.', 'key': 'miltopa/rh|os'}