Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μικροψυχία
μικρόψυχος
μικτός
μῖλαξ
Μιλήσιος
Μίλητος
μιλιάριον
μιλιασμός
μίλιον
μιλτεῖον
μίλτειος
μιλτηλιφής
μιλτοπάρηος
μίλτος
μιλτοφυρής
μιλτόω
μίμαρκυς
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
View word page
μίλτειος
μίλτειος μίλτειος, α, ον μίλτος red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenterʼs line, Anth.
ShortDef
red
Debugging
Headword:
μίλτειος
Headword (normalized):
μίλτειος
Headword (normalized/stripped):
μιλτειος
IDX:
21259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21280
Key:
mi/lteios
Data
{'content': 'μίλτειος\n μίλτειος, α, ον\n μίλτος\n red, μ. στάγμα the red mark made by the carpenterʼs line, Anth.', 'key': 'mi/lteios'}