Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
μικρολογέομαι
μικρολογία
μικρολόγος
μικροπολίτης
μικροπόνηρος
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικρός
μικρότης
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικρόχωρος
μικροψυχία
μικρόψυχος
μικτός
μῖλαξ
Μιλήσιος
Μίλητος
μιλιάριον
View word page
μικρότης
μικρότης from μῑκρός μῑκρότης, or σμικρ-, ητος, ἡ, smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.
ShortDef
smallness: littleness, meanness, pettiness
Debugging
Headword:
μικρότης
Headword (normalized):
μικρότης
Headword (normalized/stripped):
μικροτης
IDX:
21245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21266
Key:
mikro/ths
Data
{'content': 'μικρότης\n from μῑκρός\n μῑκρότης, or σμικρ-, ητος, ἡ,\n smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.', 'key': 'mikro/ths'}