Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μικραίτιος
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
μικρολογέομαι
μικρολογία
μικρολόγος
μικροπολίτης
μικροπόνηρος
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικρός
μικρότης
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικρόχωρος
μικροψυχία
μικρόψυχος
μικτός
μῖλαξ
Μιλήσιος
View word page
μικροπρεπής
μικροπρεπής μῑκρο-πρεπής, ές πρέπω petty in oneʼs notions, mean, shabby, Arist.
ShortDef
petty in one's notions, mean, shabby
Debugging
Headword:
μικροπρεπής
Headword (normalized):
μικροπρεπής
Headword (normalized/stripped):
μικροπρεπης
IDX:
21243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21264
Key:
mikropreph/s
Data
{'content': 'μικροπρεπής\n μῑκρο-πρεπής, ές\n πρέπω\n petty in oneʼs notions, mean, shabby, Arist.', 'key': 'mikropreph/s'}