Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μικκύλος
μικραδικητής
μικραίτιος
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
μικρολογέομαι
μικρολογία
μικρολόγος
μικροπολίτης
μικροπόνηρος
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικρός
μικρότης
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικρόχωρος
μικροψυχία
μικρόψυχος
μικτός
View word page
μικροπόνηρος
μικροπόνηρος μικρο-πόνηρος, ον wicked in small things, Arist.

ShortDef

wicked in small things

Debugging

Headword:
μικροπόνηρος
Headword (normalized):
μικροπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μικροπονηρος
IDX:
21241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21262
Key:
mikropo/nhros

Data

{'content': 'μικροπόνηρος\n μικρο-πόνηρος, ον\n wicked in small things, Arist.', 'key': 'mikropo/nhros'}