Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
Μίθρας
μικκός
μικκύλος
μικραδικητής
μικραίτιος
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
μικρολογέομαι
μικρολογία
μικρολόγος
μικροπολίτης
μικροπόνηρος
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικρός
μικρότης
μικροφιλοτιμία
View word page
μικροκίνδυνος
μικροκίνδυνος μῑκρο-κίνδῡνος, ον exposing oneself to danger for trifles, Arist.

ShortDef

exposing oneself to danger for trifles

Debugging

Headword:
μικροκίνδυνος
Headword (normalized):
μικροκίνδυνος
Headword (normalized/stripped):
μικροκινδυνος
IDX:
21236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21257
Key:
mikroki/ndunos

Data

{'content': 'μικροκίνδυνος\n μῑκρο-κίνδῡνος, ον\n exposing oneself to danger for trifles, Arist.', 'key': 'mikroki/ndunos'}