Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
Μίθρας
μικκός
μικκύλος
μικραδικητής
μικραίτιος
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
μικρολογέομαι
μικρολογία
μικρολόγος
μικροπολίτης
View word page
μικκός
μικκός μικκός, ή, όν Doric for μικρός, Ar., Theocr.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μικκός
Headword (normalized):
μικκός
Headword (normalized/stripped):
μικκος
IDX:
21230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21251
Key:
mikko/s
Data
{'content': 'μικκός\n μικκός, ή, όν\n Doric for μικρός, Ar., Theocr.', 'key': 'mikko/s'}