Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
Μίθρας
μικκός
μικκύλος
μικραδικητής
μικραίτιος
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροκίνδυνος
View word page
μῖγμα
μῖγμα μῖγμα, ατος, τό, μίγνυμι a mixture: μίγματα mixtures, medicines, NTest.
ShortDef
a mixture
Debugging
Headword:
μῖγμα
Headword (normalized):
μῖγμα
Headword (normalized/stripped):
μιγμα
IDX:
21226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21247
Key:
mi=gma
Data
{'content': 'μῖγμα\n μῖγμα, ατος, τό,\n μίγνυμι\n a mixture: μίγματα mixtures, medicines, NTest.', 'key': 'mi=gma'}