Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
Μίθρας
μικκός
μικκύλος
View word page
μιγάζομαι
μιγάζομαι μῐγάζομαι, Epic for μίγνυμαι to have intercourse, Od.

ShortDef

to have intercourse

Debugging

Headword:
μιγάζομαι
Headword (normalized):
μιγάζομαι
Headword (normalized/stripped):
μιγαζομαι
IDX:
21221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21242
Key:
miga/zomai

Data

{'content': 'μιγάζομαι\n μῐγάζομαι,\n Epic for μίγνυμαι\n to have intercourse, Od.', 'key': 'miga/zomai'}