Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
Μίθρας
View word page
μίασμα
μίασμα μίασμα, ατος, τό, μιαίνω stain, defilement, the taint of guilt, Lat. piaculum, Trag., etc. of persons, a defilement, pollution, Aesch., Soph.

ShortDef

stain, defilement, the taint of guilt

Debugging

Headword:
μίασμα
Headword (normalized):
μίασμα
Headword (normalized/stripped):
μιασμα
IDX:
21219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21240
Key:
mi/asma

Data

{'content': 'μίασμα\n μίασμα, ατος, τό,\n μιαίνω\n stain, defilement, the taint of guilt, Lat. piaculum, Trag., etc.\n of persons, a defilement, pollution, Aesch., Soph.', 'key': 'mi/asma'}