Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
Μίδας
View word page
μιαρός
μιαρός μιᾰρός, ά, όν μιαίνω stained with blood, Il.: defiled with blood, Eur. generally, defiled, polluted, unclean, Hdt.: in moral sense, Soph.; as a term of foul reproach, brutal, coarse, disgusting, Ar.; μ. φωνή a coarse, brutal voice, Ar.:—adv. μιαρῶς, Ar.

ShortDef

stained

Debugging

Headword:
μιαρός
Headword (normalized):
μιαρός
Headword (normalized/stripped):
μιαρος
IDX:
21218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21239
Key:
miaro/s

Data

{'content': 'μιαρός\n μιᾰρός, ά, όν\n μιαίνω\n stained with blood, Il.: defiled with blood, Eur.\n generally, defiled, polluted, unclean, Hdt.: in moral sense, Soph.; as a term of foul reproach, brutal, coarse, disgusting, Ar.; μ. φωνή a coarse, brutal voice, Ar.:—adv. μιαρῶς, Ar.', 'key': 'miaro/s'}