Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
μίγδα
μίγδην
μῖγμα
μείγνυμι
View word page
μιαρόγλωσσος
μιαρόγλωσσος μιᾰρό-γλωσσος, ον γλῶσσα foul-tongued, Anth.

ShortDef

foul-tongued

Debugging

Headword:
μιαρόγλωσσος
Headword (normalized):
μιαρόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
μιαρογλωσσος
IDX:
21217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21238
Key:
miaro/glwssos

Data

{'content': 'μιαρόγλωσσος\n μιᾰρό-γλωσσος, ον\n γλῶσσα\n foul-tongued, Anth.', 'key': 'miaro/glwssos'}