Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
μίγα
μιγάς
View word page
μιαιφονέω
μιαιφονέω to be or become blood-stained, Eur. c. acc. to murder, Isocr., Plat.

ShortDef

to be or become blood-stained, to murder

Debugging

Headword:
μιαιφονέω
Headword (normalized):
μιαιφονέω
Headword (normalized/stripped):
μιαιφονεω
IDX:
21213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21234
Key:
miaifone/w

Data

{'content': 'μιαιφονέω\n to be or become blood-stained, Eur.\n c. acc. to murder, Isocr., Plat.', 'key': 'miaifone/w'}