Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
μιγάζομαι
View word page
μῆχος
μῆχος .μῆχος, εος, τό, a means, expedient, remedy, Il.; μῆχος κακοῦ a remedy for Ill, Od., Hdt.; κακῶν Eur.
ShortDef
a means, expedient, remedy
Debugging
Headword:
μῆχος
Headword (normalized):
μῆχος
Headword (normalized/stripped):
μηχος
IDX:
21211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21232
Key:
mh=xos
Data
{'content': 'μῆχος\n .μῆχος, εος, τό,\n a means, expedient, remedy, Il.; μῆχος κακοῦ a remedy for Ill, Od., Hdt.; κακῶν Eur.', 'key': 'mh=xos'}