Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
μίασμα
μιάστωρ
View word page
μῆχαρ
μῆχαρ μῆχαρ, τό, = μῆχος, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μῆχαρ
Headword (normalized):
μῆχαρ
Headword (normalized/stripped):
μηχαρ
IDX:
21210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21231
Key:
mh=xar

Data

{'content': 'μῆχαρ\n μῆχαρ, τό,\n = μῆχος, Aesch.', 'key': 'mh=xar'}