Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
μιαρόγλωσσος
μιαρός
View word page
μηχανουργός
μηχανουργός μηχᾰν-ουργός, όν ἔργω = μηχανοποιός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μηχανουργός
Headword (normalized):
μηχανουργός
Headword (normalized/stripped):
μηχανουργος
IDX:
21208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21229
Key:
mhxanourgo/s
Data
{'content': 'μηχανουργός\n μηχᾰν-ουργός, όν\n ἔργω\n = μηχανοποιός, Anth.', 'key': 'mhxanourgo/s'}