Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
μιαιφόνος
μιαρία
View word page
μηχανορραφέω
μηχανορραφέω μηχᾰνορρᾰφέω, to form crafty plans, Aesch. from μηχᾰνορράφος

ShortDef

to form crafty plans

Debugging

Headword:
μηχανορραφέω
Headword (normalized):
μηχανορραφέω
Headword (normalized/stripped):
μηχανορραφεω
IDX:
21206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21227
Key:
mhxanorrafe/w

Data

{'content': 'μηχανορραφέω\n μηχᾰνορρᾰφέω,\n to form crafty plans, Aesch.\n from μηχᾰνορράφος', 'key': 'mhxanorrafe/w'}