Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
μιαιφονέω
μιαιφονία
View word page
μηχανόεις
μηχανόεις μηχᾰνόεις, εσσα, εν μηχανη ingenious, Soph.

ShortDef

ingenious

Debugging

Headword:
μηχανόεις
Headword (normalized):
μηχανόεις
Headword (normalized/stripped):
μηχανοεις
IDX:
21204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21225
Key:
mhxano/eis

Data

{'content': 'μηχανόεις\n μηχᾰνόεις, εσσα, εν\n μηχανη\n ingenious, Soph.', 'key': 'mhxano/eis'}