Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
μιαίνω
View word page
μηχανιώτης
μηχανιώτης μηχᾰνιώτης, ου, ὁ, Hhymn.

ShortDef

contriver

Debugging

Headword:
μηχανιώτης
Headword (normalized):
μηχανιώτης
Headword (normalized/stripped):
μηχανιωτης
IDX:
21202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21223
Key:
mhxaniw/ths

Data

{'content': 'μηχανιώτης\n μηχᾰνιώτης, ου, ὁ,\n Hhymn.', 'key': 'mhxaniw/ths'}