Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
μῆχαρ
μῆχος
View word page
μηχανικός
μηχανικός μηχᾰνικός, ή, όν full of resources, inventive, ingenious, clever, Xen. c. gen. rei, able to procure, Xen. of or for machines, mechanical, Arist.:— ὁ μηχανικός an engineer, Plut.

ShortDef

full of resources, inventive, ingenious, clever

Debugging

Headword:
μηχανικός
Headword (normalized):
μηχανικός
Headword (normalized/stripped):
μηχανικος
IDX:
21201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21222
Key:
mhxaniko/s

Data

{'content': 'μηχανικός\n μηχᾰνικός, ή, όν\n full of resources, inventive, ingenious, clever, Xen.\n c. gen. rei, able to procure, Xen.\n of or for machines, mechanical, Arist.:— ὁ μηχανικός an engineer, Plut.', 'key': 'mhxaniko/s'}