Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
μηχανορραφέω
μηχανορράφος
μηχανουργός
μηχανοφόρος
View word page
μηχανητέος
μηχανητέος μηχᾰνητέος, ον verb. adj. of μηχανάομαι, one must contrive, Plat.
ShortDef
one must contrive
Debugging
Headword:
μηχανητέος
Headword (normalized):
μηχανητέος
Headword (normalized/stripped):
μηχανητεος
IDX:
21199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21220
Key:
mhxanhte/os
Data
{'content': 'μηχανητέος\n μηχᾰνητέος, ον\n verb. adj. of μηχανάομαι,\n one must contrive, Plat.', 'key': 'mhxanhte/os'}