Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπόλος
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
μηχανόεις
μηχανοποιός
View word page
μήτρως
μήτρως pl. always of the third decl., like πάτρως a maternal uncle, Il., Hdt., etc. any relation by the motherʼs side, Pind., Eur. = μητροπάτωρ, Pind.

ShortDef

a maternal uncle

Debugging

Headword:
μήτρως
Headword (normalized):
μήτρως
Headword (normalized/stripped):
μητρως
IDX:
21195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21216
Key:
mh/trws

Data

{'content': 'μήτρως\n pl. always of the third decl., like πάτρως\n a maternal uncle, Il., Hdt., etc.\n any relation by the motherʼs side, Pind., Eur.\n = μητροπάτωρ, Pind.', 'key': 'mh/trws'}