Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπόλος
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
μηχάνημα
μηχανή
μηχανητέος
μηχανητικός
μηχανικός
μηχανιώτης
μηχανοδίφης
View word page
μητρυιά
μητρυιά μητρυιά, Doric ματρ-, ᾶς, Ionic μητρυιή, ῆς, ἡ, a step-mother, Il., etc.: the unkindness of step-mothers was proverbial (cf. Lat. injusta noverca); hence metaph., μ. νεῶν, of a dangerous coast, Aesch.

ShortDef

a step-mother

Debugging

Headword:
μητρυιά
Headword (normalized):
μητρυιά
Headword (normalized/stripped):
μητρυια
IDX:
21193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21214
Key:
mhtruia/

Data

{'content': 'μητρυιά\n μητρυιά, Doric ματρ-, ᾶς, Ionic μητρυιή, ῆς, ἡ,\n a step-mother, Il., etc.: the unkindness of step-mothers was proverbial (cf. Lat. injusta noverca); hence metaph., μ. νεῶν, of a dangerous coast, Aesch.', 'key': 'mhtruia/'}