Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπόλος
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
μηχανάομαι
View word page
μητροπάτωρ
μητροπάτωρ μητρο-πάτωρ (ᾰ), ορος, ὁ, oneʼs motherʼs father, Il., Hdt.

ShortDef

one's mother's father

Debugging

Headword:
μητροπάτωρ
Headword (normalized):
μητροπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
μητροπατωρ
IDX:
21186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21207
Key:
mhtropa/twr

Data

{'content': 'μητροπάτωρ\n μητρο-πάτωρ (ᾰ), ορος, ὁ,\n oneʼs motherʼs father, Il., Hdt.', 'key': 'mhtropa/twr'}