Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπόλος
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
μητρυιά
μητρῷος
μήτρως
View word page
μητρομήτωρ
μητρομήτωρ , ορος, ἡ, oneʼs motherʼs mother, Pind.
ShortDef
mother's mother, grandmother
Debugging
Headword:
μητρομήτωρ
Headword (normalized):
μητρομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
μητρομητωρ
IDX:
21185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21206
Key:
mhtroma/twr
Data
{'content': 'μητρομήτωρ\n , ορος, ἡ,\n oneʼs motherʼs mother, Pind.', 'key': 'mhtroma/twr'}