Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
μητροπόλος
μητρόρριπτος
μητροφθόρος
μητροφόνος
μητροφόντης
View word page
μητροκασιγνήτη
μητροκασιγνήτη μητρο-κᾰσιγνήτη, ἡ, a sister by the same mother, Lat. soror uterina, Aesch.

ShortDef

a sister by the same mother

Debugging

Headword:
μητροκασιγνήτη
Headword (normalized):
μητροκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
μητροκασιγνητη
IDX:
21182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21203
Key:
mhtrokasignh/th

Data

{'content': 'μητροκασιγνήτη\n μητρο-κᾰσιγνήτη, ἡ,\n a sister by the same mother, Lat. soror uterina, Aesch.', 'key': 'mhtrokasignh/th'}