Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
μητρόπολις
View word page
μητρικός
μητρικός μητρικός, ή, όν of a mother, Lat. maternus, Arist.
ShortDef
of a mother
Debugging
Headword:
μητρικός
Headword (normalized):
μητρικός
Headword (normalized/stripped):
μητρικος
IDX:
21177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21198
Key:
mhtriko/s
Data
{'content': 'μητρικός\n μητρικός, ή, όν\n of a mother, Lat. maternus, Arist.', 'key': 'mhtriko/s'}