Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
μητροκτόνος
μητρομήτωρ
μητροπάτωρ
View word page
μητριάς
μητριάς μητριάς, άδος, fem. of μήτριος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μητριάς
Headword (normalized):
μητριάς
Headword (normalized/stripped):
μητριας
IDX:
21176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21197
Key:
mhtria/s

Data

{'content': 'μητριάς\n μητριάς, άδος,\n fem. of μήτριος, Anth.', 'key': 'mhtria/s'}