Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
μητρόδοκος
μητροήθης
μητρόθεν
μητροκασιγνήτη
μητροκτονέω
View word page
μητράδελφος
μητράδελφος μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ, a motherʼs brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,

ShortDef

a mother's brother

Debugging

Headword:
μητράδελφος
Headword (normalized):
μητράδελφος
Headword (normalized/stripped):
μητραδελφος
IDX:
21173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21194
Key:
mhtra/delfos

Data

{'content': 'μητράδελφος\n μητρ-άδελφος, ὁ, ἡ,\n a motherʼs brother or sister, uncle or aunt:—in Pind., ματραδελφεός.,', 'key': 'mhtra/delfos'}