Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρύομαι
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
μητριάς
μητρικός
μητρίς
View word page
μητίομαι
μητίομαι μητίομαι, Dep.:— to devise, contrive, plan, Hom.: c. dupl. acc. to plan evil against one, Od.
ShortDef
to devise, contrive, plan
Debugging
Headword:
μητίομαι
Headword (normalized):
μητίομαι
Headword (normalized/stripped):
μητιομαι
IDX:
21168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21189
Key:
mhti/omai
Data
{'content': 'μητίομαι\n μητίομαι,\n Dep.:— to devise, contrive, plan, Hom.: c. dupl. acc. to plan evil against one, Od.', 'key': 'mhti/omai'}