Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηριαῖος
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρύομαι
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
μητίομαι
μῆτις
μήτις
μήτοι
μητραγύρτης
μητράδελφος
μητραλοίας
μήτρα
View word page
μητιάω
μητιάω μῆτις to meditate, deliberate, debate, Il.:—Mid., μητιάασθε consider among you, Il. c. acc. rei, = μητίομαι, Hom.
ShortDef
to meditate, deliberate, debate
Debugging
Headword:
μητιάω
Headword (normalized):
μητιάω
Headword (normalized/stripped):
μητιαω
IDX:
21165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21186
Key:
mhtia/w
Data
{'content': 'μητιάω\n μῆτις\n to meditate, deliberate, debate, Il.:—Mid., μητιάασθε consider among you, Il.\n c. acc. rei, = μητίομαι, Hom.', 'key': 'mhtia/w'}