Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μή
μὴ πολλάκις
μήποτε
μή που
μήπω
μὴ πώποτε
μήπως
μῆρα
μηριαῖος
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρύομαι
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
μητίετα
μητιόεις
View word page
μήρινθος
μήρινθος μήρινθος, ἡ, μηρύομαι a cord, line, string, Il.: a fishing-line, Theocr.
ShortDef
a cord, line, string
Debugging
Headword:
μήρινθος
Headword (normalized):
μήρινθος
Headword (normalized/stripped):
μηρινθος
IDX:
21157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21178
Key:
mh/rinqos2
Data
{'content': 'μήρινθος\n μήρινθος, ἡ,\n μηρύομαι\n a cord, line, string, Il.: a fishing-line, Theocr.', 'key': 'mh/rinqos2'}