Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μὴ ὅτι
μὴ οὐ
μή
μὴ πολλάκις
μήποτε
μή που
μήπω
μὴ πώποτε
μήπως
μῆρα
μηριαῖος
μηρία
μήρινθος
μηρός
μηροτραφής
μηροτυπής
μηρύομαι
μήστωρ
μήτε
μήτηρ
μητιάω
View word page
μηριαῖος
μηριαῖος μηριαῖος, α, ον μηρός of or belonging to the thigh, Lat. femoralis, αἱ μ. the thighs, Xen.

ShortDef

of or belonging to the thigh

Debugging

Headword:
μηριαῖος
Headword (normalized):
μηριαῖος
Headword (normalized/stripped):
μηριαιος
IDX:
21155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21176
Key:
mhriai=os

Data

{'content': 'μηριαῖος\n μηριαῖος, α, ον\n μηρός\n of or belonging to the thigh, Lat. femoralis, αἱ μ. the thighs, Xen.', 'key': 'mhriai=os'}