Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μήνη
μηνιαῖος
μηνιθμός
μήνιμα
μηνίσκος
μῆνις
μηνίω
μηνοειδής
μήνυμα
μηνυτήρ
μηνυτής
μήνυτρον
μηνύτωρ
μηνύω Dor. μανύω
μὴ ὅπως
μὴ ὅτι
μὴ οὐ
μή
μὴ πολλάκις
μήποτε
μή που
View word page
μηνυτής
μηνυτής μηνῡτής, οῦ, μηνύω bringing to light, μ. χρόνος Eur. Subst. an informer, Lat. delator, Thuc.; κατά τινος against a person, Dem.
ShortDef
informer; (adj.) bringing to light
Debugging
Headword:
μηνυτής
Headword (normalized):
μηνυτής
Headword (normalized/stripped):
μηνυτης
IDX:
21140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21161
Key:
mhnuth/s
Data
{'content': 'μηνυτής\n μηνῡτής, οῦ,\n μηνύω\n bringing to light, μ. χρόνος Eur.\n Subst. an informer, Lat. delator, Thuc.; κατά τινος against a person, Dem.', 'key': 'mhnuth/s'}