Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
μηνιθμός
μήνιμα
μηνίσκος
μῆνις
μηνίω
μηνοειδής
μήνυμα
μηνυτήρ
μηνυτής
μήνυτρον
μηνύτωρ
μηνύω Dor. μανύω
μὴ ὅπως
μὴ ὅτι
μὴ οὐ
μή
μὴ πολλάκις
μήποτε
View word page
μηνυτήρ
μηνυτήρ μηνῡτήρ, ῆρος, μηνύω an informer, guide, Aesch.
ShortDef
an informer, guide
Debugging
Headword:
μηνυτήρ
Headword (normalized):
μηνυτήρ
Headword (normalized/stripped):
μηνυτηρ
IDX:
21139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21160
Key:
mhnuth/r
Data
{'content': 'μηνυτήρ\n μηνῡτήρ, ῆρος,\n μηνύω\n an informer, guide, Aesch.', 'key': 'mhnuth/r'}