Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
μείς (Ion. or Aeol.)
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
μηνιθμός
μήνιμα
μηνίσκος
μῆνις
μηνίω
μηνοειδής
μήνυμα
μηνυτήρ
μηνυτής
μήνυτρον
μηνύτωρ
μηνύω Dor. μανύω
View word page
μήνιμα
μήνιμα μήνῑμα, ατος, τό, μηνίω a cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι lest I be the cause of bringing wrath upon thee, Hom. guilt, blood-guiltiness, Plat.

ShortDef

a cause of wrath

Debugging

Headword:
μήνιμα
Headword (normalized):
μήνιμα
Headword (normalized/stripped):
μηνιμα
IDX:
21133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21154
Key:
mh/nima

Data

{'content': 'μήνιμα\n μήνῑμα, ατος, τό,\n μηνίω\n a cause of wrath, μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι lest I be the cause of bringing wrath upon thee, Hom.\n guilt, blood-guiltiness, Plat.', 'key': 'mh/nima'}