Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
μείς (Ion. or Aeol.)
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
μηνιθμός
μήνιμα
View word page
μηλοφορέω
μηλοφορέω μηλοφορέω, to carry apples, Theocr. from μηλοφόρος
ShortDef
to carry apples
Debugging
Headword:
μηλοφορέω
Headword (normalized):
μηλοφορέω
Headword (normalized/stripped):
μηλοφορεω
IDX:
21123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21144
Key:
mhlofore/w
Data
{'content': 'μηλοφορέω\n μηλοφορέω,\n to carry apples, Theocr.\n from μηλοφόρος', 'key': 'mhlofore/w'}