Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
μείς (Ion. or Aeol.)
μηνάς
μήνη
μηνιαῖος
View word page
μηλοῦχος
μηλοῦχος μηλ-οῦχος, ὁ, μῆλον B. II, ἔχω a girdle that confines the breasts, Anth.
ShortDef
a girdle that confines the breasts
Debugging
Headword:
μηλοῦχος
Headword (normalized):
μηλοῦχος
Headword (normalized/stripped):
μηλουχος
IDX:
21121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21142
Key:
mhlou=xos
Data
{'content': 'μηλοῦχος\n μηλ-οῦχος, ὁ,\n μῆλον B. II, ἔχω\n a girdle that confines the breasts, Anth.', 'key': 'mhlou=xos'}