Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
μείς (Ion. or Aeol.)
μηνάς
μήνη
View word page
μηλοτρόφος
μηλοτρόφος μηλο-τρόφος, ον sheep-feeding, Orac. ap. Hdt., Aesch.
ShortDef
sheep-feeding
Debugging
Headword:
μηλοτρόφος
Headword (normalized):
μηλοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
μηλοτροφος
IDX:
21120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21141
Key:
mhlotro/fos
Data
{'content': 'μηλοτρόφος\n μηλο-τρόφος, ον\n sheep-feeding, Orac. ap. Hdt., Aesch.', 'key': 'mhlotro/fos'}