Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
μείς (Ion. or Aeol.)
View word page
μηλοσσόος
μηλοσσόος μηλοσ-σόος, ον sheep-protecting, Anth.

ShortDef

sheep-protecting

Debugging

Headword:
μηλοσσόος
Headword (normalized):
μηλοσσόος
Headword (normalized/stripped):
μηλοσσοος
IDX:
21118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21139
Key:
mhlosso/os

Data

{'content': 'μηλοσσόος\n μηλοσ-σόος, ον\n sheep-protecting, Anth.', 'key': 'mhlosso/os'}