Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
μήν
View word page
μηλόσπορος
μηλόσπορος μηλό-σπορος, ον σπείρω set with fruit-trees, Eur.

ShortDef

set with fruit-trees

Debugging

Headword:
μηλόσπορος
Headword (normalized):
μηλόσπορος
Headword (normalized/stripped):
μηλοσπορος
IDX:
21117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21138
Key:
mhlo/sporos

Data

{'content': 'μηλόσπορος\n μηλό-σπορος, ον\n σπείρω\n set with fruit-trees, Eur.', 'key': 'mhlo/sporos'}