Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
μηλοφύλαξ
μῆλοψ
View word page
μηλοσκόπος
μηλοσκόπος μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλα) are watched, Hhymn.

ShortDef

from which sheep

Debugging

Headword:
μηλοσκόπος
Headword (normalized):
μηλοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
μηλοσκοπος
IDX:
21116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21137
Key:
mhlosko/pos

Data

{'content': 'μηλοσκόπος\n μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλα) are watched, Hhymn.', 'key': 'mhlosko/pos'}