Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
μηλοῦχος
μηλοφόνος
μηλοφορέω
μηλοφόρος
View word page
μηλονόμος
μηλονόμος μηλο-νόμος, ον νέμω tending sheep or goats, Eur.

ShortDef

tending sheep

Debugging

Headword:
μηλονόμος
Headword (normalized):
μηλονόμος
Headword (normalized/stripped):
μηλονομος
IDX:
21114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21135
Key:
mhlono/mos

Data

{'content': 'μηλονόμος\n μηλο-νόμος, ον\n νέμω\n tending sheep or goats, Eur.', 'key': 'mhlono/mos'}