Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μηλιάδες
Μηλιεύς
Μήλιος
Μηλίς
μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
μηλοτρόφος
View word page
μηλολόνθη
μηλολόνθη μηλολόνθη, ἡ, the cockchafer, Ar. deriv. uncertain

ShortDef

the cockchafer

Debugging

Headword:
μηλολόνθη
Headword (normalized):
μηλολόνθη
Headword (normalized/stripped):
μηλολονθη
IDX:
21110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21131
Key:
mhlolo/nqh

Data

{'content': 'μηλολόνθη\n μηλολόνθη, ἡ,\n the cockchafer, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'mhlolo/nqh'}