Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μήλη
Μηλιάδες
Μηλιεύς
Μήλιος
Μηλίς
μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
μηλονόμος
μηλοπάρειος
μηλοσκόπος
μηλόσπορος
μηλοσσόος
μηλοσφαγέω
View word page
μηλοθύτης
μηλοθύτης μηλο-θύτης (ῠ), ου, ὁ, θύω one who sacrifices sheep, a priest, Eur.; βωμὸς μ. a sacrificial altar, Eur.

ShortDef

one who sacrifices sheep, a priest

Debugging

Headword:
μηλοθύτης
Headword (normalized):
μηλοθύτης
Headword (normalized/stripped):
μηλοθυτης
IDX:
21109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21130
Key:
mhloqu/ths

Data

{'content': 'μηλοθύτης\n μηλο-θύτης (ῠ), ου, ὁ,\n θύω\n one who sacrifices sheep, a priest, Eur.; βωμὸς μ. a sacrificial altar, Eur.', 'key': 'mhloqu/ths'}