Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
Μηλιεύς
Μήλιος
Μηλίς
μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
μῆλον2
μηλονόμης
View word page
Μηλίς
Μηλίς Μηλίς, ίδος, ἡ, Ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ Malis in Trachis, Hdt.; cf. Μηλιεύς.

ShortDef

appletree
Malian
a distemper of asses
yellow pigment

Debugging

Headword:
Μηλίς
Headword (normalized):
μηλίς
Headword (normalized/stripped):
μηλις
IDX:
21103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21124
Key:
*mhli/s

Data

{'content': 'Μηλίς\n Μηλίς, ίδος, ἡ,\n Ionic for Μᾱλίς, with or without γῆ\n Malis in Trachis, Hdt.; cf. Μηλιεύς.', 'key': '*mhli/s'}