Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μηκέτι
μήκιστος
μῆκος
μήκοτε
μηκύνω
μήκων
μηλέα
μήλειος
μήλη
Μηλιάδες
Μηλιεύς
Μήλιος
Μηλίς
μηλίς
μηλοβοτήρ
μηλοβότης
μηλόβοτος
μηλοδόκος
μηλοθύτης
μηλολόνθη
μῆλον
View word page
Μηλιεύς
Μηλιεύς an inhabitant of Malis (Μῆλις) , a Malian, pl. Μηλιέες, Hdt.; in old Attic Μηλιῆς, Soph., Thuc. as adj., Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.;— Μηλιακός, ή, όν, Thuc.:—fem. Μηλὶς, λίμνη Μηλιεύς κόλπος, Soph.

ShortDef

an inhabitant of Malis

Debugging

Headword:
Μηλιεύς
Headword (normalized):
μηλιεύς
Headword (normalized/stripped):
μηλιευς
IDX:
21101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21122
Key:
*mhlieu/s

Data

{'content': 'Μηλιεύς\n an inhabitant of Malis (Μῆλις) , a Malian, pl. Μηλιέες, Hdt.; in old Attic Μηλιῆς, Soph., Thuc.\n as adj., Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.;— Μηλιακός, ή, όν, Thuc.:—fem. Μηλὶς, λίμνη Μηλιεύς κόλπος, Soph.', 'key': '*mhlieu/s'}