Μηλιεύς
an inhabitant of Malis (Μῆλις) , a Malian, pl. Μηλιέες, Hdt.; in old Attic Μηλιῆς, Soph., Thuc.
as adj., Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.;— Μηλιακός, ή, όν, Thuc.:—fem. Μηλὶς, λίμνη Μηλιεύς κόλπος, Soph.
{'content': 'Μηλιεύς\n an inhabitant of Malis (Μῆλις) , a Malian, pl. Μηλιέες, Hdt.; in old Attic Μηλιῆς, Soph., Thuc.\n as adj., Μηλιεὺς κόλπος the Sinus Maliacus, Hdt.;— Μηλιακός, ή, όν, Thuc.:—fem. Μηλὶς, λίμνη Μηλιεύς κόλπος, Soph.', 'key': '*mhlieu/s'}